σωματοεμψυχωμένος

σωματοεμψυχωμένος
-η, -ον, Μ
αυτός που έχει ενσωματωθεί και εμψυχωθεί («ὁ θάνατος σωματοεμψυχωμένος», Λίβ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + ἐμψυχωμένος «έμψυχος, ζωντανός»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”